- ομότεχνος
- -η, -ο (Α ὁμότεχνος, -ον)αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με άλλον, σύντεχνοςαρχ.1. (τίτλος για γιατρό) έμπειρος, ικανός2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμότεχνοςο συνάδελφος, ο συντεχνίτης, ο συνεργάτης3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμότεχνονσυντεχνία, σωματείο («ὁμότεχνον τῶν λαναρίων», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. μεγαλό-τεχνος].
Dictionary of Greek. 2013.